ψηφιστό(ν)

ψηφιστό(ν)
το, Ν
(βυζ. μουσ.) α) ένας από τους χαρακτήρες ποιότητας ή έκφρασης τής σύγχρονης παρασημαντικής τής βυζαντινής μουσικής
β) ένα από τα άφωνα σημεία ή μία από τις μεγάλες υποστάσεις τής αρχαίας βυζαντινής σημειογραφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος / ψηφίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”